- σαλβουταμόλη
- η, Ν(φαρμ.) φάρμακο με αγγειοδιασταλτική δράση και χαλαρωτική επίδραση στο μυομήτριο, που χρησιμοποιείται στην αγωγή τών κρίσεων άσθματος και για την πρόληψη πρώιμου τοκετού.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. salbutamol].
Dictionary of Greek. 2013.